- υπεραναιδευομαι
- ὑπεραναιδεύομαιὑπερ-αναιδεύομαι(только fut. ὑπεραναιδισθήσομαι или ὑπεραναιδεσθήσομαι) быть превзойденным в бесстыдстве Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπεραναιδεύομαι — Α ξεπερνιέμαι από κάποιον στην αναίδεια, βρίσκεται άλλος, πιο αδιάντροπος από μένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀναιδεύομαι «συμπεριφέρομαι με αναίδεια»] … Dictionary of Greek
ὑπεραναιδευθήσομαι — ὑπεραναιδεύομαι to be surpassed in impudence fut ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)